ἀναισθητῶ

ἀναισθητῶ
ἀναισθητέω
lack perception
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀναισθητέω
lack perception
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναισθητώ — ( έω) (Α ἀναισθητῶ) δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά νεοελλ. προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση] …   Dictionary of Greek

  • ἀναισθήτῳ — ἀναίσθητος without sense masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθήτωι — ἀναισθήτῳ , ἀναίσθητος without sense masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… …   Dictionary of Greek

  • αναισθήτηση — η η αναισθήτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθητώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Μ. Αγγελόπουλο Αθάνατο) …   Dictionary of Greek

  • αναισθησιτικός — ή, ό (φάρμακο) που προκαλεί αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + (ι)τικός ορθότερος ο επικρατήσας τύπος αναισθητικός (< αναίσθητος ή αναισθητώ)] …   Dictionary of Greek

  • αναισθητικός — ή, ό [αναίσθητος ή αναισθητώ] 1. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία 2. Ιατρ. το ουδ. ως ουσ. φαρμακευτική ουσία για την πρόκληση αναισθησίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”